Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συνειδησιακός
1 item total
συνειδησιακός -ή -ό [siniδisiakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συνείδηση. 1. H αντίληψη είναι μια σύνθετη συνειδησιακή πράξη. 2. Έχει συνειδησια κά προβλήματα, ενοχές. Συνειδησιακή κρίση, κρίση συνειδήσεως.

[λόγ. συνείδησι(ς) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go