Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμφυρμός
1 εγγραφή
συμφυρμός ο [simfirmós] Ο17 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συμφύρω. α. ανάμειξη ποικίλων στοιχείων χωρίς οργανική σύνδεση. β. συνύπαρξη ή συμβίωση ατόμων με διαφορετική προέλευση και συνήθ. με κακή φήμη. 2. (γλωσσ.) η παραγωγή ενός ανάμεικτου γλωσσικού στοιχείου από δύο ομοειδή.

[λόγ.: 1: ελνστ. συμφυρμός `ανακάτωμα΄ κατά τη σημ. του συμφύρω· 2: σημδ. γαλλ. contamination]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες