Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμπαραγωγή η [simbaraγojí] Ο29 : βιομηχανικό προϊόν, κινηματογραφικό έργο ή τηλεοπτικό πρόγραμμα που γίνεται με συνεργασία δύο ή περισσότερων παραγωγών: Aεροπλάνο γαλλοαγγλικής συμπαραγωγής. H ταινία είναι ~ της ελληνικής και της ιταλικής τηλεόρασης.
[λόγ. συμ- (δες συν-) παραγωγή μτφρδ. γαλλ. coproduction (διαφ. το ελνστ. συμπαράγω `οδηγώ παράπλευρα΄)]