Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμπαράσταση
1 item total
συμπαράσταση η [simbarástasi] Ο33 : η ενέργεια του συμπαραστέκομαι, η ηθική ή υλική υποστήριξη: Ο νέος χρειάζεται / έχει τη θερμή ~ των δασκάλων του στα προβλήματα που αντιμετωπίζει. H άμεση ~ του κράτους ανακούφισε τα θύματα της θεομηνίας. Ευχαριστούμε για τη συμπαράστασή σας στο πένθος μας, τυποποιημένη έκφραση σε έντυπο ευχαριστήριο.

[λόγ. συμ(παρίσταμαι) -παράστα(σις) -ση κατά το σχ.: παρίσταμαι - παράστασις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go