Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβολαιογράφος
1 εγγραφή
συμβολαιογράφος ο [simvoleoγráfos] Ο18 θηλ. συμβολαιογράφος [sim voleoγráfos] Ο35 : άμισθος δικαστικός λειτουργός που συντάσσει και επικυρώνει δημόσια έγγραφα, όπως π.χ. συμβόλαια, διαθήκες κτλ., ή εκτελεί δικαστικές πράξεις, όπως π.χ. πλειστηριασμούς.

[λόγ. < ελνστ. συμβολαιογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες