Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συλλογιστικός
1 item total
συλλογιστικός -ή -ό [silojistikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το συλλογισμό: Συλλογιστική μέθοδος. 2. (ως ουσ.) η συλλογιστική: α. συλλογιστική μέθοδος: H συλλογιστική είναι απλή. Mε τέτοια συλλογιστική δεν οδηγούμαστε σε λύσεις. β. μέρος της λογικής που αναφέρεται στη θεωρία των συλλογισμών.

[λόγ. < αρχ. συλλογιστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go