Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκατατίθεμαι
1 εγγραφή
συγκατατίθεμαι [siŋgatatíθeme] Ρ συγκατατίθεσαι, συγκατατίθεται, συγκατατιθέμεθα, συγκατατίθεστε, συγκατατίθενται, αόρ. συγκατατέθηκα. γ' πρόσ. (λόγ.) και συγκατετέθη, συγκατετέθησαν, απαρέμφ. συγκατατε θεί : εκφράζω τη σύμφωνη γνώμη, τη συναίνεσή μου, αποδέχομαι κτ.: Οι γονείς της κοπέλας δε συγκατατέθηκαν στο γάμο.

[λόγ. < αρχ. συγκατατίθεμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες