Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκατατίθεμαι [siŋgatatíθeme] Ρ συγκατατίθεσαι, συγκατατίθεται, συγκατατιθέμεθα, συγκατατίθεστε, συγκατατίθενται, αόρ. συγκατατέθηκα. γ' πρόσ. (λόγ.) και συγκατετέθη, συγκατετέθησαν, απαρέμφ. συγκατατε θεί : εκφράζω τη σύμφωνη γνώμη, τη συναίνεσή μου, αποδέχομαι κτ.: Οι γονείς της κοπέλας δε συγκατατέθηκαν στο γάμο.
[λόγ. < αρχ. συγκατατίθεμαι]