Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοχαστικός
2 εγγραφές [1 - 2]
στοχαστικός 1 -ή -ό [stoxastikós] Ε1 : 1α. που γίνεται με περίσκεψη, που είναι αποτέλεσμα περίσκεψης: Tα λόγια του ήταν στοχαστικά, συνετά. β. που φανερώνει περίσκεψη, βαθιά σκέψη και προβληματισμό: Στοχαστική ματιά. Στοχαστικό βλέμμα. 2. για πρόσωπο που στοχάζεται, που προσπαθεί με τη βαθιά σκέψη του να δώσει απάντηση στα διάφορα φαινόμενα, προβλήματα και ερωτηματικά. στοχαστικά ΕΠIΡΡ.

[αρχ. στοχαστικός]

στοχαστικός 2 -ή -ό : (στατ.) που έχει σχέση με τυχαίες μεταβλητές: Στοχαστικό μέγεθος, που λαμβάνεται τυχαία.

[λόγ. < αρχ. στοχασ- (στοχάζομαι) στην ελνστ. σημ.: `υπολογίζω΄ -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες