Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στοιχειοθέτηση η [stixioθétisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στοιχειοθετώI· στοιχειοθεσία: H ~ ενός κειμένου. 2. το αποτέλεσμα του στοιχειοθετώII: ~ κατηγορίας.
[λόγ. στοιχειοθετη- (στοιχειοθετώ) -σις > -ση]



