Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σπινθηροβολώ
1 item total
σπινθηροβολώ [spinθirovoló] Ρ10.9α : πετώ, βγάζω σπίθες, λάμπω και φωτίζω, συνήθ. μτφ. ως εκδήλωση λαμπερού πνεύματος.

[λόγ. < ελνστ. σπινθηροβολῶ `βγάζω σπίθες΄ & σημδ. γαλλ. étinceler]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go