Dictionary of Standard Modern Greek
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- σούρωμα 1 το [súroma] Ο49 : σχηματισμός πτυχώσεων ή ρυτίδων.
[σου ρώ(νω) 1 -μα]
- σούρωμα 2 το : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σουρώνω 2· στράγγισμα.
[μσν. σούρωμα < σουρώ(νω) 2 -μα]
- σούρωμα 3 το : υπερβολικό μεθύσι· σούρα 2.
[σουρώ(νω) 3 -μα]



