Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σουρεαλιστής
1 item total
σουρεαλιστής ο [surealistís] Ο7 θηλ. σουρεαλίστρια η [surealístria] Ο27 : υπερρεαλιστής: Tο κίνημα / η τέχνη των σουρεαλιστών. || (ως επίθ.): Σουρεαλιστές ποιητές.

[λόγ. < γαλλ. surréaliste (ορθογρ. δαν.) -iste = -ιστής· λόγ. σουρεαλισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go