Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκουρόχρωμος
1 εγγραφή
σκουρόχρωμος -η -ο [skuróxromos] Ε5 : που έχει σκούρο χρώμα.

[σκού ρ(ος) -ο- + -χρωμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες