Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σκουπιδιάρης
1 item total
σκουπιδιάρης ο [skupiδjáris] Ο11 λαϊκότρ. πληθ. και σκουπιδιαραίοι : υπάλληλος του δήμου για το καθάρισμα των δρόμων και τη συλλογή των σκουπιδιών από τα σπίτια και τα καταστήματα.

[σκουπίδ(ι) -ιάρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go