Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκηνογραφικός
1 εγγραφή
σκηνογραφικός -ή -ό [skinoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη σκηνογραφία.

[λόγ. < ελνστ. σκηνογραφικός `όπως σε σκηνή θεάτρου΄ σημδ. γαλλ. scénographique < scénograph(ie) = σκηνογραφ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες