Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σεχταρισμός ο [sextarizmós] Ο17 : έλλειψη ανεκτικότητας και ευρύτητας πνεύματος, ιδίως στον πολιτικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό τομέα.
[λόγ. σεκταρισμός < γαλλ. sectarisme (-isme = -ισμός) με προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]