Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεσουάρ
1 εγγραφή
σεσουάρ το [sesuár] Ο (άκλ.) : ηλεκτρική συσκευή για το στέγνωμα των μαλλιών.

[λόγ. < γαλλ. séchoir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες