Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαμαράς
1 εγγραφή
σαμαράς ο [samarás] Ο1 : κατασκευαστής σαμαριών.

[σαμάρ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες