Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρητορισμός
1 εγγραφή
ρητορισμός ο [ritorizmós] Ο17 : α.ο χαρακτήρας, η ιδιότητα του ρητορικού, επιδεικτικού και με πλήθος εξωτερικούς καλλωπισμούς ύφους. β. φράση, διατύπωση με ρητορικό χαρακτήρα.

[λόγ. ρητορ- (δες ρήτορας) -ισμός απόδ. γαλλ. style déclamatoire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες