Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρεβανσιστικός
1 item total
ρεβανσιστικός -ή -ό [revansistikós] Ε1 : (πολ.) που ακολουθεί μια πολιτική ρεβανσισμού, που κατέχεται από τάσεις ρεβανσισμού, εκδίκησης: Ρεβανσιστική πολιτική / κυβέρνηση / οργάνωση. Ρεβανσιστικό κόμμα.

[λόγ. ρεβανσιστ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go