Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πυρομάντης
1 item total
πυρομάντης ο [piromándis] Ο (βλ. μάντης) θηλ. πυρομάντισσα [piro mándisa] Ο27 : (λαογρ.) αυτός που ασκεί την πυρομαντεία.

[λόγ. < ελνστ. πυρομάντ(ις) μεταπλ. -ης για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. πυρομάντ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go