Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροδιάσπαση
1 εγγραφή
πυροδιάσπαση η [piroδιáspasi] Ο33 : (χημ.) πυρόλυση.

[λόγ. πυρο- + διά σπα(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες