Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρίτιδα
2 εγγραφές [1 - 2]
πυρίτιδα η [pirítiδa] Ο28 : εκρηκτική ύλη, συνήθ. υπό μορφή σκόνης, που γίνεται από νίτρο, άνθρακα και θειάφι· μπαρούτι: H χρήση της πυρίτιδας προκάλεσε επανάσταση στην τέχνη του πολέμου. ΦΡ ανακαλύπτω την ~, ειρωνικά για κπ. που νομίζει ότι είπε ή έκανε κτ. πρωτότυπο. || (τεχνολ.): Άκαπνη ~. Mαύρη ~, μπαρούτι.

[λόγ. πυρίτ(ις) -ιδα < ελνστ. πυρίτης ὁ με τροπή σε θηλ. κατά το γαλλ. poudre `σκόνη, μπαρούτι΄ (διαφ. το ελνστ. πυρίτις `είδος βότανου΄)]

πυριτιδαποθήκη η [piritiδapoθíki] Ο30 : 1. αποθήκη στην οποία έβαζαν το μπαρούτι: H ~ του φρουρίου / του πολεμικού πλοίου. Οι πολιορκημένοι έβαλαν φωτιά στην ~ και τινάχτηκαν στον αέρα. 2. (μτφ.) για περιοχή η οποία λόγω των συσσωρευμένων αντιθέσεων είναι πολύ πιθανό να γίνει αφορμή για έναρξη ενός γενικότερου πολέμου: Tα Bαλκάνια, η ~ της Ευρώπης.

[λόγ. πυριτιδ- (δες πυρίτιδα) + αποθήκη απόδ. γαλλ. poudrière]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες