Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτωματικός
1 εγγραφή
πτωματικός -ή -ό [ptomatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο πτώμα και ιδίως προέρχεται από αυτό: Πτωματικά υγρά / μοσχεύματα. Πτωματική ακαμψία.

[λόγ. πτωματ- (πτώμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. cadavérique (διαφ. το ελνστ. πτωματικός `επιληπτικός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες