Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πτέραρχος ο [ptérarxos] Ο20α : (στρατ.) ο ανώτατος βαθμός στην ιεραρχία της πολεμικής αεροπορίας, τον οποίο στην Ελλάδα φέρει μόνο ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Aμύνης, όποτε προέρχεται από την πολεμική αεροπορία.
[λόγ. πτερ(όν) + -αρχος κατά το ναύαρχος μτφρδ. αγγλ. wing-commander]