Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πρωτοστατώ [protostató] Ρ10.9α : αρχίζω πρώτος μια ομαδική ενέργεια, κίνηση κτλ. παρακινώντας έτσι και τους άλλους: Aπολύθηκαν όσοι πρωτοστάτησαν στην απεργία. Στις γεωγραφικές ανακαλύψεις πρωτοστάτησαν οι Iσπανοί και οι Πορτογάλοι.
[λόγ. < ελνστ. πρωτοστατῶ]



