Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προφέσορας
1 εγγραφή
προφέσορας ο [profésoras] Ο5 : (ειρ., παρωχ.) καθηγητής πανεπιστημίου. || (οικ.) για κπ. που τον θεωρούμε πολύ ικανό επαγγελματία ή βαθύ γνώστη ενός θέματος.

[λόγ. < γερμ. Ρrofessor με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα -ωρ > -ορας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες