Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προτάσσω
1 item total
προτάσσω [protáso] -ομαι Ρ2.2 αόρ. και προέταξα : 1. τοποθετώ κτ. πριν από κτ. άλλο, κυρίως για γραπτό ή προφορικό λόγο ή για γλωσσικό στοιχείο: Στο βιβλίο προτάσσεται μακρά εισαγωγή. ~ έναν τίτλο στο όνομά μου. Tο άρθρο προτάσσεται στο όνομα. || (έκφρ.) ~ τα στήθη* μου. || (λόγ., με γεν.): Tο άρθρο προτάσσεται του ονόματος. Ο τίτλος προτάσσεται του ονόματος. 2. (μτφ.) δίνω προτεραιότητα σε κτ.: ~ τη σωτηρία της πατρίδας και όχι τη δική μου ζωή. Σε κάθε περίπτωση θα προτάξω το συμφέρον των παιδιών μου.

[λόγ. < αρχ. προτάσσω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go