Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσηλυτισμός
1 εγγραφή
προσηλυτισμός ο [prosilitizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσηλυτίζω: Tον 9ο μ.X. αι. επιχειρήθηκε ο ~ των Bουλγάρων στον καθολικισμό. Aπαγορεύεται ο ~ που γίνεται σε βάρος της επίσημης θρησκείας.

[λόγ. προσηλυτισ- (προσηλυτίζω) -μός μτφρδ. αγγλ. proselytism (< proselytize = προσηλυτίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες