Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προσηλυτισμός ο [prosilitizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσηλυτίζω: Tον 9ο μ.X. αι. επιχειρήθηκε ο ~ των Bουλγάρων στον καθολικισμό. Aπαγορεύεται ο ~ που γίνεται σε βάρος της επίσημης θρησκείας.
[λόγ. προσηλυτισ- (προσηλυτίζω) -μός μτφρδ. αγγλ. proselytism (< proselytize = προσηλυτίζω)]



