Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προικοθηρία
1 item total
προικοθηρία η [prikoθiría] Ο25 : η επιδίωξη γάμου με γυναίκα που να διαθέτει μεγάλη προίκα.

[λόγ. προικ- (δες προίκα) -ο- + -θηρία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go