Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προβοσκιδωτό
1 εγγραφή
προβοσκιδωτό το [provoskiδotó] Ο38 : (ζωολ.) (πληθ.) τάξη θηλαστικών ζώων που χαρακτηρίζονται από την παρουσία προβοσκίδας. || (εν.) για κάθε ζώο αυτής της τάξης: Ο ελέφαντας είναι το πιο γνωστό ~.

[λόγ. προβοσκιδ- (δες προβοσκίδα) -ωτόν, ουδ. του -ωτός μτφρδ. νλατ. probos cidea (πληθ.) < αρχ. προβοσκίς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες