Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προβλεπτικός -ή -ό [provleptikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να προβλέπει κτ., την τάση να προνοεί, να φροντίζει έγκαιρα για κτ. πριν αυτό να συμβεί· προνοητικός.
[λόγ. < ελνστ. προβλεπτικός]