Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πρεστίζ το [prestíz] Ο (άκλ.) : το γόητρο που θεωρείται ότι δίνει μια ανώτερη θέση, μια διάκριση, μια ενασχόληση με κτ. ιδιαίτερο κτλ.: Είναι εισοδηματίας αλλά εμφανίζεται ως συγγραφέας γιατί έχει, λέει, διαφορετικό ~.
[λόγ. < γαλλ. prestige]



