Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρεστίζ
1 εγγραφή
πρεστίζ το [prestíz] Ο (άκλ.) : το γόητρο που θεωρείται ότι δίνει μια ανώτερη θέση, μια διάκριση, μια ενασχόληση με κτ. ιδιαίτερο κτλ.: Είναι εισοδηματίας αλλά εμφανίζεται ως συγγραφέας γιατί έχει, λέει, διαφορετικό ~.

[λόγ. < γαλλ. prestige]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες