Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πορθμός
1 εγγραφή
πορθμός ο [porθmós] Ο17 : (σχετικά) στενή θαλάσσια λωρίδα που χωρίζει δύο στεριές και ενώνει δύο θάλασσες. ANT ισθμός· (πρβ. διώρυγα): Ο ~ του Ευρίπου χωρίζει την Εύβοια από τη Στερεά Ελλάδα.

[λόγ. < αρχ. πορθμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες