Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιόσιμο το [pxósimo] Ο50 : (λαϊκότρ.) η πόση, η ενέργεια του πίνω: Έχει τίποτα για ~;
[πιω- (σπάν. συνοπτ. θ. του ρ. πίνω) -σιμο κατά το φαγώσιμο (ορθογρ. απλοπ.)]