Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιγράφω
1 εγγραφή
περιγράφω [periγráfo] -ομαι Ρ αόρ. περιέγραψα, απαρέμφ. περιγράψει, παθ. αόρ. περιγράφηκα και περιγράφτηκα, απαρέμφ. περιγραφεί και περιγραφτεί, μππ. περιγεγραμμένος* : 1. παριστάνω με λόγο, προφορικό ή γραπτό, ένα πράγμα, ένα γεγονός ή μια κατάσταση· λέω, προφορικά ή γραπτά, πώς είναι ένα πράγμα ή μια κατάσταση, ή πώς έγινε ένα γεγονός ή συμβάν, για να κάνω τον ακροατή ή τον αναγνώστη να πλάσει και να δει με το νου του την εικόνα τους: Εγώ απλώς θα περιγράψω το γεγονός, δε θα το ερμηνεύσω ούτε θα το αξιολογήσω. ~ ένα σπίτι / ένα τοπίο / μια μάχη / ένα ταξίδι. ~ τα συναισθήματα / την αγωνία / τη χαρά μου. ~ λεπτομερώς / σε γενικές γραμμές / με γλαφυρότητα. Δε βρίσκω λόγια να περιγράψω την ομορφιά της. ~ ένα φαινόμενο. || Tέτοιο θέαμα με τίποτα δεν περιγράφεται. H έκπληξή μου δεν περιγράφεται, ήταν τόσο μεγάλη που είναι δύσκολο ή αδύνατο να την περιγράψω. 2. γράφω σχήμα γύρω από άλλο. ANT εγγράφω: ~ τρίγωνο σε κύκλο.

[λόγ. < αρχ. περιγράφω `χαράζω γραμμή γύρω, καθορίζω΄ σημδ. γαλλ. décrire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες