Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατροπαράδοτος
1 εγγραφή
πατροπαράδοτος -η -ο [patroparáδotos] Ε5 : που έχει παραδοθεί, που έχει μεταβιβαστεί από τους προγενέστερους, από τους προγόνους στις επόμενες γενιές· (πρβ. παραδοσιακός): Πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα. Πατροπαράδοτες συνταγές για φαγητά / γλυκά. H πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία. || (ως ουσ.) τα πατροπαράδοτα, το σύνολο των παραδόσεων ή των παλαιών αντιλήψεων (σε αντιδιαστολή προς τις σύγχρονες και προς τους νεωτερισμούς): (Δεν) τηρεί τα πατροπαράδοτα. πατροπαράδοτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. πατροπαράδοτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες