Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παρατονισμός ο [paratonizmós] Ο17 : (γραμμ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρατονίζω: Tο κείμενο είναι γεμάτο από λάθη και παρατονισμούς.
[λόγ. παρατονισ- (παρατονίζω) -μός]



