Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρανόηση
1 εγγραφή
παρανόηση η [paranóisi] Ο33 : η εσφαλμένη κατανόηση, η παρερμηνεία ή η παρεξήγηση του περιεχόμενου, του νοήματος κυρίως των λόγων κάποιου: Tο λάθος / η παρεξήγηση οφείλεται σε ~.

[λόγ. < ελνστ. παρανόη(σις) `τρέλα΄ -ση κατά τη σημ. του παρανοώ σημδ. γαλλ. malentendu ή αγγλ. misunderstanding]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες