Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλήπτης
1 εγγραφή
παραλήπτης ο [paralíptis] Ο10 θηλ. παραλήπτρια [paralíptria] Ο27 : αυτός που παίρνει, που παραλαμβάνει κτ. που στέλνεται, που προορίζεται γι΄ αυτόν. ANT αποστολέας: ~ επιστολής / δέματος / χρημάτων. Γράψε στο φάκελο το όνομα του παραλήπτη. || αποδέκτης: ~ παραπόνων / διαμαρτυριών / απειλητικών τηλεφωνημάτων.

[λόγ. < ελνστ. παραληπτής `εισπράκτορας φόρων΄ σημδ. αγγλ. receiver με άνοδο του τόνου κατά τα άλλα ουσ. σε -λήπτης· λόγ. παραλήπ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες