Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρέλαση
1 εγγραφή
παρέλαση η [parélasi] Ο33 : πέρασμα, διέλευση συντεταγμένων τμημάτων, σχηματισμών (ανθρώπων, οχημάτων κτλ.) μπροστά από κάποιο χώρο, από επίσημο πρόσωπο κτλ. κυρίως σε εθνικές γιορτές, επετείους κτλ.: Στρατιωτική / μαθητική ~. Πηγαίνω στην / παρακολουθώ την ~. Συμμετέχω / παίρνω μέρος στην ~. H ~ του στρατού έγινε με την παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας. || (επέκτ.) πέρασμα (με κάποια σειρά, διαδοχή) ενός αριθμού προσώπων από κάπου: H βραδιά των καλλιστείων άρχισε με την ~ των υποψηφίων για τον τίτλο της μις κόσμος. Στην επόμενη τηλεοπτική εκπομπή θα συνεχιστεί η ~ των πιο δημοφιλών ηθοποιών του ελληνικού κινηματογράφου.

[λόγ. < ελνστ. παρέλα(σις) `πέρασμα πλάι με άλογο΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες