Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράπονο
2 εγγραφές [1 - 2]
παραπονιέμαι [paraponéme] Ρ10.5β & παραπονούμαι [paraponúme] Ρ αόρ. παραπονέθηκα, απαρέμφ. παραπονεθεί, μππ. παραπονεμένος* : εκφράζω, διατυπώνω παράπονα, διαμαρτύρομαι, γκρινιάζω: Παραπονιέται συνεχώς ότι τον παραμελούμε. Mην παραπονιέσαι, γιατί φταις κι εσύ. Mου παραπονέθηκε ότι δεν του φτάνουν τα λεφτά. || (μπε.) παραπονούμενος, που έχει και διατυπώνει παράπονα. (έκφρ., ιδ. στρατ.) βγαίνω παραπονούμενος, εμφανίζομαι στην αναφορά και διατυπώνω παράπονα για αδικία που μου έγινε.

[μσν. παραπονούμαι, μέσο του παραπονώ `καταθλίβω΄ < παρα- 2 + πονώ `ταλαιπωρώ΄ μεταπλ. παραπον(ούμαι) -ιέμαι]

παράπονο το [parápono] Ο42 : 1. συναίσθημα, ψυχική διάθεση που χαρακτηρίζεται από δυσαρέσκεια, λύπη, πίκρα και οφείλεται στην αίσθηση της ατυχίας ή αδικίας που έχει κάποιος: Πικρό / βουβό / μεγάλο / μικρό ~. Έχω πολλά παράπονα από τους φίλους μου, γιατί με ξέχασαν τελείως. Σε ποιον να πω το παράπονό μου; Tο κλάμα / η φωνή / το τραγούδι τους ήταν όλο ~. (έκφρ.) το ΄χω ~, αισθάνομαι πίκρα, απογοήτευση για κτ. με πιάνει / παίρνει το ~, πικραίνομαι (ή και κλαίω) εξαιτίας αδικίας ή ατυχίας που μου συνέβη. 2. η (με ήπιο, συγκρατημένο, συναισθηματικό τρό πο) έκφραση διαμαρτυρίας, αντίρρησης, δυσαρέσκειας (λύπης, πίκρας κτλ.) για αδικίες ή ατυχίες: Yποβάλλω / διατυπώνω / εκφράζω παράπονα. Tμήμα / υπηρεσία / κουτί / κυτίο παραπόνων, όπου απευθύνει κανείς τα παράπονά του (σε δημόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις). Kάνω παράπονα, παραπονιέμαι. ΦΡ τα παράπονά σου στο δήμαρχο*.

[μσν. παράπονον < παραπον(ούμαι) -ον (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες