Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπαρούνα
1 εγγραφή
παπαρούνα η [paparúna] Ο25 : είδος ποώδους φυτού με λουλούδια έντονου (συνήθ. κόκκινου) χρώματος: Xωράφι γεμάτο παπαρούνες. || το λουλούδι του ομώνυμου φυτού. (έκφρ.) γίνομαι (κόκκινος σαν) ~, κοκκινίζω από ντροπή, αμηχανία. || (λαϊκ.) το όπιο, το αφιόνι.

[μσν. παπαρούνα < υστλατ. (πρβ. λατ. papaver, ιταλ. papavero, ρουμ. paparoană) ή < παλιά μεσογειακή λ., συγγ. του λατ. papaver]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες