Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλάντζα
3 εγγραφές [1 - 3]
παλάντζα η [palándza] & μπαλάντζα η [balándza] Ο25 : 1.είδος ζυγαριάς που αποτελείται από έναν κανόνα με κινητό αντίβαρο (βαρίδι) και ένα δίσκο: H ~ του πλανόδιου μανάβη. 2. (μτφ., προφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που αλλάζει γνώμη εύκολα, κατά τις περιστάσεις και κατά το συμφέρον του· παλάντζας, ανεμόμυλοςβ: Σου είναι μια ~ ο φίλος μας!

[βεν. balanza και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

παλαντζάρω [palandzáro] & μπαλαντζάρω [balandzáro] Ρ6α : (προφ.) α. δεν έχω ευστάθεια και γέρνω πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά· ταλαντεύομαι. β. (μτφ.) δεν έχω σταθερή γνώμη, υποστηρίζω πότε το ένα και πότε το άλλο, κατά τις περιστάσεις και το συμφέρον· ΣYN ΦΡ πάω όπου φυσάει ο άνεμος. || στέκομαι διστακτικός ανάμεσα σε δύο αντίθετες γνώμες· διστάζω, ταλαντεύομαι.

[παλάντζ(α), μπαλάντζ(α) -άρω]

παλάντζας ο [palándzas] & μπαλάντζας ο [balándzas] Ο3 : (προφ., χλευ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που αλλάζει γνώμη εύκολα και κατά τις περιστάσεις· παλάντζα2, ανεμόμυλοςβ.

[παλάντζ(α), μπαλάντζ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες