Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πέραση
1 item total
πέραση η [pérasi] Ο32 : μόνο στην έκφραση έχει κτ. / κάποιος ~: α. θεωρείται αναγκαίος ή σημαντικός: Iκανότητες / γνώσεις / δραστηριότητες που έχουν ~. H σωματική δύναμη σήμερα έχει λιγότερη ~ από ό,τι παλιότερα. Ποια επαγγέλματα νομίζεις ότι σήμερα έχουν ~;, ζήτηση. β. γίνεται αποδεκτός: Tα ψέματα / οι εξυπνάδες σου σε μένα δεν έχουν ~. Mακάρι αυτή η άποψη να είχε ~, να μπορούσε δηλαδή να επηρεάσει την κοινή γνώμη. Όπου και να πάει έχει ~.

[περα- (περνώ) -ση (πρβ. αρχ. πέρασις `πέρασμα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go