Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουδετερότητα
1 εγγραφή
ουδετερότητα η [uδeterótita] Ο28 : 1. η κατάσταση κατά την οποία ένα κράτος: α. έχει δηλώσει επίσημα ότι είναι ουδέτερο, ότι δε συμμετέχει στον πόλεμο που γίνεται μεταξύ άλλων κρατών: Διακήρυξη / εγγύηση της ουδετερότητας. Tηρώ αυστηρή ~. Οι Γερμανοί, παραβιάζοντας την ~ του Bελγίου, εισέβαλαν στη Γαλλία. Οπαδός της ουδετερότητας, ουδετερόφιλος. Ένοπλη ~, την οποία η χώρα κάνει σεβαστή κινητοποιώντας τις ένοπλες δυνάμεις της. β. δεν είναι ενταγμένο σε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό: H ~ της Ελβετίας / της Σουηδίας. Διαρκής ~, που επιβάλλεται σε μία χώρα με διεθνή συμφωνία. 2. η ιδιότητα του ουδέτερου2, εκείνου που δεν είναι εντεταγμένος κάπου και ιδίως δεν υποστηρίζει κανένα από τα αντιμαχόμενα ή αντίθετα μέρη: ~ και αντικειμενικότητα πρέπει να χαρακτηρίζει όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. 3. η ιδιότητα του ουδέτερου3, εκείνου που δεν είναι συγκεκριμένος και ιδίως που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με συγκεκριμένο τρόπο, να ενταχθεί σε κάποιο είδος: Εντυπωσιάζει η ~ του ύφους του.

[λόγ. ουδέτερ(ος) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες