Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οροθετικός
2 εγγραφές [1 - 2]
οροθετικός 1 -ή -ό [oroθetikós] Ε1 : που έχει σχέση με την οροθέτηση: Οροθετική γραμμή, η γραμμή των συνόρων ανάμεσα σε δύο κράτη και με επέκταση για οποιοδήποτε άλλο όριο.

[λόγ. οροθε(σία) -τικός]

οροθετικός 2 -ή -ό : για πρόσωπο στο αίμα του οποίου έχουν ανιχνευθεί αντισώματα ενός συγκεκριμένου ιού. || (ως ουσ.).

[λόγ. ορο- 2 + θετικός μτφρδ. αγγλ. seropositive]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες