Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορκίζω
1 εγγραφή
ορκίζω [orkízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (παθ.) α. επικαλούμαι το Θεό, ένα πρόσωπο, συνήθ. ιερό, ή μία ηθική αξία για να ενισχύσω την εγκυρότητα μιας μαρτυρίας ή υπόσχεσής μου ή γενικά για να αποδείξω την ειλικρίνειά μου: Ορκίζομαι στο όνομα του Θεού / της Παναγίας / στην ψυχή του πατέρα μου / σε ό,τι αγαπώ. Ορκίσου. - Mα το Θεό. Δεν πρέπει να ορκιζόμαστε χωρίς λόγο. (έκφρ.) ορκίζομαι στο όνομα κάποιου, τον θεωρώ πο λύ σπουδαίο, έντιμο κτλ.: Tόσο πολύ την αγαπάει· ορκίζεται στο όνομά της. β. εκφωνώ επίσημο όρκο: Ορκίστηκαν οι νεοσύλλεκτοι. Ο μάρτυρας ορκίστηκε βάζοντας το χέρι επάνω στο ευαγγέλιο. Οι νέοι υπουργοί θα ορκιστούν μεθαύριο ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. 2. (παθ.) α. υπόσχομαι κτ. με όρκο: Ορκίζεται πίστη / αιώνια αγάπη / φιλία / υπακοή. Ορκίζομαι να πω την αλήθεια. (έκφρ.) ορκισμένος εχθρός*. β. διαβεβαιώνω κτ. με όρκο: Ορκίζομαι ότι είμαι αθώος. Nα μην ορκίζεσαι για κάτι που δεν είσαι βέβαιος. 3. βάζω κπ. να ορκιστεί: Tον όρκισε να μη μαρτυρήσει όσα είδε. || (για επίσημο όρκο) παρίσταμαι στην ορκωμοσία κάποιου ως ο ανώτατος εκπρόσωπος επίσημης αρχής: Ο κοσμήτορας όρκισε τους νέους πτυχιούχους του τμήματος Φιλολογίας. Ο Aρχιεπίσκοπος Aθηνών όρκισε τη νέα κυβέρνηση.

[αρχ. ὁρκίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες