Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ορθοσκόπηση
1 item total
ορθοσκόπηση η [orθoskópisi] Ο33 : (ιατρ.) ιατρική εξέταση του ορθού εντέρου.

[λόγ. ορθο- 2 + -σκόπη(σις) -ση (διαφ. το ελνστ. ρ. ὀρθοσκοπῶ `βλέπω ίσια΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go