Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οιηματίας
1 εγγραφή
οιηματίας ο [iimatías] Ο3 : (λόγ.) αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, που νομίζει ότι είναι σπουδαίος· αλαζόνας: Είναι ~ και πολύ φιλόδοξος.

[λόγ. < ελνστ. οἰηματίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες